Sunday, April 14, 2019

Ο Ταρκόφσκι για την τέχνη (και την επιστήμη)

Οι σκέψεις που ακολουθούν βασίζονται σε μια σειρά αποσπασμάτων του Ταρκόφσκι, στα οποία σκόνταψα κάποτε στο διαδίκτυο και προέρχονται - σύμφωνα με τον αντιγραφέα - απ' το βιβλίο του «Σμιλεύοντας τον χρόνο». Σκοπός μου δεν είναι ούτε ν' αντικρούσω, ούτε ν' αποδομήσω το πρωτότυπο κείμενο - τελικά, το κάνω σε κάποιο βαθμό - αλλά να παραθέσω σκέψεις μου παράπλευρες κι εξίσου αποσπασματικές.

Γράφει, κάπου :

« Η τέχνη λοιπόν, όπως και η επιστήμη, είναι μέσο για να αφομοιώσουμε τον κόσμο, αποτελεί εργαλείο γνώσης του κόσμου στη διαδρομή των ανθρώπων προς την «απόλυτη αλήθεια». Αλλά εδώ σταματά κάθε ομοιότητα ανάμεσα στις δύο ενσαρκώσεις της επινοητικότητας του ανθρώπινου πνεύματος με τις οποίες ο άνθρωπος δεν ανακαλύπτει απλώς, παρά δημιουργεί. Για την ώρα ας σημειώσουμε ότι οι αρχές που διέπουν τις δύο μορφές γνώσης, την επιστημονική και την αισθητική, διαφέρουν, αποκλίνουν σημαντικά. »

Για τις επόμενες αράδες, ο Ταρκόφσκι προσπαθεί να ξεδιπλώσει τη βαθύτερη φύση της Τέχνης, άλλοτε μ' ευθεία διείσδυση στο ζητούμενο κι άλλοτε σε αντιπαραβολή, μ' εκείνο που αναδύεται μέσα απ' το κείμενο ως η μεγάλη αντίζηλος Επιστήμη. Η κοινή αφετηρία - λέει - δεν αρκεί για να καλύψει τις δομικές διαφορές, ανάμεσα στα δύο είδη της ανθρώπινης σκέψης. Ο καλός σκηνοθέτης χρωματίζει εύστοχα, τα διακριτικά σημεία, ίσως όμως με κάποιον υπερβάλλοντα ζήλο. Ο ζήλος αυτός εκβιάζει, πιθανότατα, διαφορές εκεί που θα μπορούσε κανείς να βρει αναλογίες και συγκλίσεις - αν όχι κι ομοιότητες.

« (Η καλλιτεχνική ανακάλυψη» εμφανίζεται σαν αποκάλυψη, σαν στιγμιαία παράφορη επιθυμία να γνωρίσουμε διαισθητικά και διαμιάς όλους τους νόμους του παρόντος κόσμου. » 

Όμως, από πού ακριβώς προκύπτει πως η επιστημονική ανακάλυψη επιθυμεί παράφορα κάτι διαφορετικό; Στον αντίποδα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι σε τούτο το «θράσος» πρώτη κατάφερε να φτάσει η επιστήμη, αναζητώντας διακαώς - τον αιώνα που πέρασε - μια «Θεωρία των Πάντων», η οποία φιλοδοξούσε να γίνει αυτό ακριβώς που υπονοεί και τ' όνομά της. Και σε κάποιο βαθμό, εξακολουθεί τούτο να παραμένει το Άγιο Δισκοπότηρο της επιστημονικής κοινότητας - ασχέτως αν εκφράζεται κυρίως μέσω των Φυσικών Επιστημών. Πότε ο καλλιτεχνικός κόσμος ένωσε τις δυνάμεις του κι όχι κατά μόνας, παλεύοντας να στοιχειοθετήσει ένα αντίστοιχο όραμα;

« Ακόμα κι αν μια επιστημονική ανακάλυψη φανεί αποτέλεσμα έμπνευσης, η έμπνευση του επιστήμονα δεν έχει τίποτα το κοινό με την έμπνευση του ποιητή. Γιατί η εμπειρική διαδικασία της διανοητικής γνώσης δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γεννιέται μια καλλιτεχνική εικόνα – εικόνα μοναδική, αδιαίρετη, επινοημένη σε διαφορετικό επίπεδο από τη νόηση. »

Αυτό το «γιατί» στέκεται διπλά άστοχο : δίχως, στην πραγματικότητα, να εξηγεί τίποτα γίνεται συνάμα κι άδικο. Η εμπειρική διαδικασία της διανοητικής γνώσης δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε το πώς γεννιέται μια επιστημονική εικόνα. Δεν είναι εντελώς παράλογο, αν προτείναμε την παρακάτω χονδροκομμένη κι ανεπεξέργαστη αφετηρία : οποιαδήποτε έμπνευση - είτε επιστημονική, είτε καλλιτεχνική - είναι το αποτέλεσμα μιας συσσώρευσης. Ο επιστήμονας σωρεύει δεδομένα και αποτυχημένους πειραματισμούς, ο καλλιτέχνης σωρεύει τσαλακωμένα χαρτιά, ρινίσματα ή λατύπες. Όλα τούτα είναι παράλληλες πορείες προς την τελική εκείνη έκρηξη, η οποία συνιστά αυτό που ονομάζουμε έμπνευση, μα είναι κατά βάση μια διαδικασία ανερμήνευτη. Είναι άδικο, φυσικά, να δώσουμε το προβάδισμα στην τέχνη, υπό την έννοια πως κάθε αποτυχημένο προσχέδιο και καλικατζούρα αποτελεί καλλιτεχνική έμπνευση, ολότητα και αποκάλυψη. Στο μεγαλύτερον όγκο τους, κι οι δυο προσεγγίσεις αποτελούν μια διαρκή αναζήτηση κι η διαφορετικότητα των μέσων δίνει μόνο μια ψευδαίσθηση ουσιαστικής διαφορετικότητας.

Θεωρώ πως στα σημεία, η επιστήμη αναγκάζεται συχνά να γίνει τέχνη. Όχι μόνο στο ομιχλώδες σταυροδρόμι της έμπνευσης μα, επιπλέον, προκειμένου να περιγράψει το ακόμη απροσδιόριστο, που υποδηλώνουν οι αμφισημίες κατά τ' άλλα παγιωμένων εξισώσεων. Μα κι αντιστρόφως η τέχνη, στο βαθμό που - και τούτο διόλου δε θίγεται - είναι στενά συνδεδεμένη με τα μέσα και τα υλικά της, αναγκάζεται να γίνει επιστήμη, ως προς την αναγκαιότητα να κατακτήσει και να βελτιώσει την τεχνική της. Στην πραγματικότητα - κι είναι, φυσικά, μεγάλη συζήτηση - η τέχνη μοιάζει αδιαχώριστη από τα τεχνικά της μέσα. Τι νόημα θα είχε για παράδειγμα ο κινηματογράφος δίχως την κάμερα, αν δηλαδή παρέμενε μια αφηρημένη σύλληψη, στο νου του σκηνοθέτη; Για την ακρίβεια, η καλλιτεχνική σύλληψη γίνεται εξαιτίας των τρόπων γραφής, που επιβάλλει το κάθε διαφορετικό μέσο (το μολύβι, το πινέλο, το σκαρπέλο, η κάμερα, η μουσική κλίμακα, η κουλτούρα των σωμάτων) κι εξαιτίας των περιορισμών του. Η καλλιτεχνική σύλληψη δεν προϋπάρχει αυτών - ίσως μόνο σ' εμβρυακό λήθαργο - αλλά χάρη σ' αυτά. Η τέχνη, ουσιαστικά, είναι η ενσάρκωση μιας νοηματικής αντίφασης : οι περιορισμοί της είναι ακριβώς εκείνοι, που την απελευθερώνουν. Ως προς τα προηγούμενα, λοιπόν, το κάδρο επιβάλλει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο στο σκηνοθέτη, ο οποίος παλεύοντας να καθυποτάξει το βλέμμα του, όχι μόνο παράγει τέχνη, αλλά συγχρόνως εξελίσσει τα τεχνικά του μέσα. Τούτο το τελευταίο, επιτυγχάνεται με τη βοήθεια, φυσικά, της επιστήμης και όχι απλά, με τους σεληνιασμούς του πρωτόγονου και γυμνού οίστρου.

Μα θεωρώ και τούτο λάθος :

« Η επιστήμη είναι εμπειρική, ενώ τη σύλληψη της εικόνας την καθορίζει η δυναμική της αποκάλυψης. »

Είναι μεγάλη ντρίμπλα να το λες ετούτο, καταλήγοντας πως η τέχνη τελικά δεν είναι και τόσο εμπειρική, αλλά περισσότερο αποκαλυπτική. Φυσικά, δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Ταρκόφσκι γι' αδαημοσύνη. Μπορεί, ωστόσο, να του προσάψει μια αθώα μεροληψία. Προφανώς και ο καλλιτέχνης δεν είναι ένας γκουρού στο βράχο του, που διαλογιζόμενος καταφτάνει κάποτε στο απόλυτο. Από πού προκύπτει μια τέτοια ασυναρτησία; Ασφαλώς κι ο καλλιτέχνης παλεύει με το νου του. Αλλά παλεύει εξίσου και με τα υλικά του μέσα. Σε τι 'ναι τούτο διαφορετικό από την εμπειρική διαδικασία; Εκτός κι αν θέλει να μας πείσει ο καλός σκηνοθέτης, πως στην περίπτωσή του πρώτη κατέφτανε η επιφώτιση, σε μιαν ανυποψίαστη στιγμή, κι έπειτα πάλευε να την καθυποτάξει με τα μέσα του. Κι αν τούτη η αλήθεια γίνεται παραδεκτή σε όλο της το βάθος και την έκταση - και γίνεται όντως - θα πρέπει, ωστόσο, να λάβει ο καλλιτέχνης όρκο, πως ουδέποτε ξεστράτισε στο στόχο του. Πως, δηλαδή, το αρχικό όραμα (α) ουδέποτε εξαναγκάστηκε να μετασχηματιστεί, εξαιτίας των τεχνικών περιορισμών, (β) ουδέποτε μετουσιώθηκε σε κάτι διαφορετικό, μέσω της υλοποιητικής διαδικασίας και (γ) ουδέποτε η τελική μορφή - που παρέμενε ως τότε σε μια νεφελώδη, οραματική ασάφεια - σαρκώθηκε κι αποκαλύφθηκε σε όλο της την τελειότητα, χάρη στις τεχνικές επιταγές και τη γραφή των μέσων. Αν έστω και άπαξ συνέβη κάτι από τα προηγούμενα, οφείλει να παραδεχτεί (ο καλλιτέχνης) πως η τέχνη του είναι εξίσου εμπειρική, με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Εκτός κι αν παραδεχτούμε πως μόνον ο νους κινείται, μα τούτο είναι μια κουβέντα, που θα με βρει παντελώς απρόθυμο να την παρακολουθήσω.

* * * * *

Τολμώ, τώρα, να προτείνω την εξής διάκριση. Ας συμφωνήσουμε πως τόσο η επιστήμη, όσο και η τέχνη, αποτελούν μια μορφή γνώσης. Ας συμφωνήσουμε, επίσης, ότι παρά τις αρκετές αναλογίες, υπάρχει ωστόσο μια σημαντική απόκλιση, διαφορετική ωστόσο απ' αυτήν που προτείνει ο Ταρκόφσκι. Προτείνω, λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου, τον παρακάτω διαχωρισμό : επιστήμη είναι εκείνη ακριβώς η γνώση, η οποία μπορεί να κοινωνηθεί απ' όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και τις εποχές, δίχως ν' αλλοιωθεί στο παραμικρό το φέρον νόημα, ενώ τέχνη η γνώση εκείνη που παραμένει μεγίστως υποκειμενική και δε μπορεί να διαχωριστεί - τουλάχιστον εύκολα - απ' το φορέα της (άνθρωπο ή κοινωνία).

Όταν το νήπιο, μεγαλώνοντας, αποδρά απ' τον αισθητηριακό χυλό, όπου παλεύει ακόμα να ξεχωρίσει τα όρια εαυτού και περιβάλλοντος, γίνεται μια θεμελιώδης διάκριση. Αντιλαμβάνεται πως υπάρχει μια «πραγματικότητα» που κοινωνείται και που, σε μεγάλο βαθμό, παραμένει αναλλοίωτη και μια άλλη που παραμένει εσωτερική, απαρομοίωτη και ρέουσα. Η πρώτη εμπειρία βοηθά το άτομο να επικοινωνεί και να μοιράζεται ένα κοινό χωρόχρονο με τις άλλες υπάρξεις. Είναι μια όαση συνύπαρξης. Η δεύτερη εμπειρία, στο μεγαλύτερο βαθμό παραμένει προσωπική κι αμέθεκτη - κι εξαιτίας τούτου, συχνά πηγή παρεξηγήσεων και σύγκρουσης. Ακόμα κι αν εντρυφήσει κανείς στην καλλιτεχνική δημιουργία ή και σ' αυτόν τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ακόμα κι αν επαναλάβει τα ίδια ακριβώς βήματα και την ίδια ζωή, απαράλλαχτα και στις ίδιες αναλογίες, ακόμα και τότε, δε μπορούμε ν' αποφανθούμε, με βεβαιότητα - το αντίθετο - ότι μετέχουμε στο ίδιο ακριβώς αίσθημα και στο ίδιο βίωμα, μ' εκείνο που κυοφόρησε μια δεδομένη ψυχοσύνθεση κι ένα δεδομένο μεγαλούργημα. Η αβεβαιότητα ετούτη μοιάζει αγεφύρωτη κι η μέθεξη στο έργο τέχνης έχει περισσότερο το χαρακτήρα μιας ανακάλυψης εκ νέου ή μιας εκ νέου, σχεδόν, δημιουργίας παρά μιας ανταλλαγής εμπειριών. Γιατί ο καλλιτέχνης, δεν είναι ο ίδιος σε διάλογο με το κοινό του, παρά μόνον το έργο του. Η τελευταία παρατήρηση, εξ' ορισμού, δεν έχει φυσικά νόημα, καθώς ένα έργο αδυνατεί να έρθει σε διάλογο. Διαλέγονται μονάχα οι αναρίθμητες ερμηνείες του κι αυτές, περισσότερο ως αφορμή ανακάλυψης εαυτών, δικών μας ή έτερων, παρά του έργου καθαυτού, το οποίο μπορεί να παραμένει εσαεί απροσπέλαστο.

Η επιστημονική γνώση, αντιθέτως, είναι ένα διάλογος που γίνεται άπαξ, μέχρι δηλαδή την τελική της θεμελίωση. Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι ένα έργο τέχνης με μία μόνο ανάγνωση, η οποία παραμένει απαράλλαχτη και μετά από χιλιάδες χρόνια, σε διαφορετικές κοινωνίες και μεταλλαγμένους ανθρώπους. Το αληθές εξηκονταδικό σύστημα των Βαβυλωνίων ή το ψευδές σύστημα του Πτολεμαίου, αν και σε αχρηστία, μπορούν να κοινωνηθούν εξίσου στις μέρες μας - δηλαδή, χιλιάδες χρόνους μετά - απ' οποιονδήποτε λάβει τον κόπο ν' αφιερώσει λίγες στιγμές απ' τη ζωή του. Ετούτο πλέκει ένα ιστό, έναν κοινό παρονομαστή, ο οποίος συνδέει τον Άνθρωπο κάθε εποχής, στο βαθμό που έχει βιολογικά επαρκώς αναπτυγμένο φλοιό. Ούτε η τέχνη στερείται, θαρρώ, παγκοσμιότητας. Αλλά - επαναλαμβάνομαι - η επιστημονική γνώση επικοινωνεί εσαεί το ίδιο, όταν αντιθέτως η καλλιτεχνική γνώση είναι μια πολυπρισματική δίνη, με το κέντρο της εξαφανισμένο στο άρρητο της κάθε ύπαρξης ή κοινωνίας.

Κοινωνείται, βεβαίως, η τέχνη. Μα περισσότερο η ανάγκη της τέχνης, παρά το αντικείμενό της, παρά το νόημα των τεχνημάτων, το οποίο παραμένει δέσμιο της φθαρτότητας των δημιουργών ή της εποχής τους. Αυτή την ανάγκη της έκφρασης είναι που μοιράζονται, τελικά, τα πλάσματα. Όταν στέκεσαι μπρος στην αποκάλυψη ενός αγάλματος, ενός πίνακα ή ό,τι άλλο, δεν είναι σωστό να πούμε πως μπαίνεις διαμιάς στο νόημα, πως μυείσαι ξάφνου και δια μαγείας στο απώτερο και στο βαθύτερο. Στην πραγματικότητα, δεν παίρνεις χαμπάρι. Κι ωστόσο υπάρχει κάτι μέσα στα σωθικά σου - σκοτεινό, φωτεινό, εν γένει ανερμήνευτο - που αντιδρά και δονείται σε κάποιες από τις συχνότητες, που ακτινοβολούνται. Μα παραμένει άλυτη εξίσωση ποιο μήνυμα ακριβώς αποστέλει ο καλλιτέχνης και σε ποιο συντονίζεται ο θεατής, όταν απ' τον καιρό ήδη του Πλάτωνα ο κόσμος της καλλιτεχνικής δημιουργίας φαίνεται πως σκουντούφλαγε περισσότερο στην εσωτερική παρόρμηση και την άγνοια, παρά στη γνώση της τέχνης ή στην τέχνη της γνώσης.

« Αν στην επιστήμη είναι δυνατόν να αιτιολογήσει κανείς την αλήθεια μιας περίπτωσης και να την αποδείξει λογικά στους αντιπάλους του, στην τέχνη, είναι αδύνατον να πείσεις κάποιον άλλο ότι έχεις δίκιο αν οι εικόνες σου τον άφησαν αδιάφορο, αν δεν κατάφεραν να τον κερδίσουν με μια νέα αλήθεια για τον κόσμο και τον άνθρωπο, αν, μόνος απέναντι στο έργο, απλούστατα βαρέθηκε. »

Μ' αυτό ακριβώς επιθυμούσα να θίξω με την αναφορά στον Πλάτωνα. Πως και στην τέχνη μπορεί να αποδείξει κανείς στον άλλον κάποιο δίκιο, απλά ο καλλιτέχνης - όπως ακριβώς τον εξέτασε ο Σωκράτης - στέκεται κι ο ίδιος αδαής, μπροστά στο έργο του. Έτσι, πέραν του αποτελέσματος, δεν έχει να μεταλαμπαδεύσει κάτι περισσότερο στον αναγνώστη-θεατή. Είναι δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, πρόφαση αποφυγής, ετούτη η καταδικαστική ευκολία του Ταρκόφσκι κι ίσως μια ένδειξη ενδογενούς οκνηρίας των καλλιτεχνών, να αναλύσουν εαυτούς και κίνητρα. Όχι τα κίνητρα, που παρουσιάζονται για τα μάτια του κόσμου, σε διαλέξεις και γκαλά με σαμπάνια, παρά τα σκοτεινότερα εκείνα κίνητρα που ταλανίζουν το στομάχι του δημιουργού και τον κρατούνε ξυπνητό κι ερεθισμένο, την ώρα που οι κοινοί άνθρωποι κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Μπορεί να 'ναι και κακεντρέχειες όλες αυτές οι σκέψεις. Μα έχω την υποψία πως ο καλλιτέχνης, ακριβώς επειδή προσδιορίζεται από τούτες τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που καθιστούν το έργο του μεγάλο, φοβάται πως οποιαδήποτε αποδόμηση, η παραμικρή αποκάλυψη θα κατέστρεφε εκείνο το μόνο πάτημα, που δίνει στη ζωή του νόημα. Ως εκ τούτου, η αδυναμία ερμηνείας ενός έργου ακόμα κι απ' τον ίδιο το δημιουργό - όποτε συμβαίνει - φανερώνει ακριβώς μια αδυναμία ή απροθυμία ερμηνείας εαυτού.

Στην επιστήμη είναι δυνατόν να αιτιολογήσει κανείς την αλήθεια μιας περίπτωσης, όχι γιατί κοιτώντας μιαν όμορφη εξίσωση κατανοούμε ξαφνικά τα πάντα, παρά μόνο και μόνο γιατί κάθε επιστημονική περίπτωση συνοδεύεται, κατά κανόνα, από μια ογκώδη κι εκτενή βιβλιογραφία παράθεσης και επεξήγησης - και είναι χρέος τούτο, οποιουδήποτε επιθυμεί να τόνε πάρουν σοβαρά. Όπως είναι χρέος κι εκείνου που επιθυμεί την κατανόηση, να πιάσει ολάκερη την ακολουθία των βημάτων και των συλλογισμών, ίσαμε την τελική θεμελίωση της όποιας θεωρίας. Πολύ συχνά, είναι ετούτο διαδικασία χρόνων και όχι παίξε γέλασε. Μα όχι, ο Ταρκόφσκι - κι ο κάθε Ταρκόφσκι - θέλει η μέθεξη στην τέχνη να είναι το ίδιο άμεση με την αποκαλυπτική διαδικασία σύλληψης κι όχι βασανιστικό πάλεμα μύησης. Θέλει μονάχα με τις εικόνες του να πείσει και να κερδίσει, δίχως άλλον κόπο παραπάνω. Είναι γι' αυτόν τον λόγο, λοιπόν, που η επιστήμη κερδίζει την ταμπελίτσα της «διανοητικής» κι όχι γιατί - και αν - διαφέρει ποιοτικά η επιστήμη από την τέχνη. Τούτο το τελευταίο είναι μια όμορφη κουβέντα, αλλά αποτρεπτικά ογκώδης για ν' απαντηθεί αβίαστα, σε τούτη την ανάρτηση του ποδαριού.

Ποιος καλλιτέχνης, λοιπόν, έλαβε ποτέ τον κόπο να κάμει το ίδιο για το δικό του έργο; Εκτός από τα ανανεωτικά ρεύματα, που ένιωσαν κάποτε το χρέος μανιφέστων, ποιος καλλιτέχνης συνόδευσε ποτέ τα έργα του, από εκτενείς επεξηγήσεις; Ποιος έπλεξε (ή ξέπλεξε) ποτέ το υφαντό εκείνο, όπου συνυφαίνεται το προσωπικό του έργο με την πλάση ή - έστω - με την ανθρώπινη κωμωδία; Είναι άκρως εγωιστικό, ανώδυνο και άδικο να 'χει κανείς την απαίτηση από τον αναγνώστη-θεατή να μη βαρεθεί και να πειστεί, όταν τα μόνα δικαιολογητικά που συνοδεύουν ένα καλλιτεχνικό έργο είναι το έργο καθαυτό και τίποτα περισσότερο, από τις συνέντευξεις τύπου και ίσως καναδυό βιβλία που θ' αφήσει ο καλλιτέχνης πριν πεθάνει. Ετούτη η αποποίηση ευθυνών είναι εκνευριστικά αφελής, από έναν καλλιτέχνη του ύψους του Ταρκόφσι κι υποδηλώνει όχι τόσο τη διαφορετικότητα της επιστήμης από την τέχνη, όσο τη διαφορετικότητα ήθους όσων τις διακονούν. Γιατί δυσανασχετεί ο Ταρκόφσκι τόσο με την ανία των αμύητων, όταν πρώτος εκείνος βαρέθηκε απέναντί τους; Ή θαρρεί ο δύστυχος εγωιστής πως με την αλληλουχία των εικόνων ξεμπέρδεψε επιτέλους απ' το χρέος του; Ξεμπέρδεψε από κάποιο χρέος ίσως, μα περισσότερο εκείνο απέναντι στον εαυτό του. Όταν θα εξοικειωθεί επιτέλους και ο καλλιτέχνης - όπως κι ο συνάδελφος επιστήμονας - με τούτο το συγκοινωνούν ήθος, τότε και μόνο τότε, θα 'ναι ελπίδα να εκτιμηθεί επαρκώς το έργο του - όσο, τέλος πάντων, είναι δυνατόν από υπάρξεις, οι οποίες παραμένουν αιωνίως ξένες.

Η σύνθεση αποσπασμάτων και video είναι από τη φίλη
Juliette Georgiades @ Facebook

No comments:

Post a Comment